- καρίνη
- καρίνη, ἡ (Α)1. ως κύριο όν. Καρίνηα) γυναίκα από την Καρίαβ) τίτλος κωμωδιών τού Αντιφάνη και τού Μενάνδρου2. (κατά τον Ησύχ.) θρηνωδός, μοιρολογίστρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κάρες + κατάλ. -ίνη, θηλ. τού -ίνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καρίνη — Κᾱρί̱νη , Καρίνη Carian woman fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρίνῃ — Κᾱρί̱νῃ , Καρίνη Carian woman fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρίνας — Κᾱρί̱νᾱς , Καρίνη Carian woman fem acc pl Κᾱρί̱νᾱς , Καρίνη Carian woman fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονήσιμος — I (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αγγειογράφος του ερυθρόμορφου ρυθμού, το όνομα του οποίου συμπληρώνεται από μερικούς ειδικούς σε υπογραφή κύλικας του αγγειοπλάστη και αγγειογράφου Ευφρόνιου. Το αγγείο περιλαμβάνεται στα εκθέματα του Μουσείου… … Dictionary of Greek
Καρῖναι — Κᾱρῖναι , Καρίνη Carian woman fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρίναις — Κᾱρί̱ναις , Καρίνη Carian woman fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρίναν — Κᾱρί̱νᾱν , Καρίνη Carian woman fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρίνην — Κᾱρί̱νην , Καρίνη Carian woman fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρίνης — Κᾱρί̱νης , Καρίνη Carian woman fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)